μορφωτικός

μορφωτικός
-ή,-ό (ΑΜ μορφωτικός, -ή, -όν) [μορφώνω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μόρφωση ή αυτός που είναι ικανός ή επιτήδειος στο να μορφώνει
2. φρ. «μορφωτικά ιδεώδη»
(παιδαγ.) πρότυπα από τα οποία ο παιδαγωγός εμπνέεται και τα οποία προσπαθεί να πραγματώσει κατά τη διαδικασία τής αγωγής τού νέου ανθρώπου.
επίρρ...
μορφωτικώς και -ά (ΑΜ μορφωτικῶς)
με μορφωτικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μορφωτικός — giving shape masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφωτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μόρφωση ή συντελεί σ αυτήν: Παρακολουθώ σχεδόν όλες τις μορφωτικές εκπομπές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μορφωτικά — μορφωτικός giving shape neut nom/voc/acc pl μορφωτικά̱ , μορφωτικός giving shape fem nom/voc/acc dual μορφωτικά̱ , μορφωτικός giving shape fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφωτικῶν — μορφωτικός giving shape fem gen pl μορφωτικός giving shape masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφωτικόν — μορφωτικός giving shape masc acc sg μορφωτικός giving shape neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευγενίδειο Ίδρυμα — Μορφωτικός οργανισμός. Ιδρύθηκε το 1956 με κληροδότημα του εφοπλιστή Ευγένιου Ευγενίδη (βλ. λ.). Βασικός σκοπός του είναι η χορήγηση υποτροφιών σε αριστούχους απόφοιτους τεχνικών σχολών για την επιμόρφωσή τους στο εξωτερικό. Το κτίριο του… …   Dictionary of Greek

  • Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων — Μορφωτικός και φιλεκπαιδευτικός σύλλογος. Τον ίδρυσε το 1899 ο Δημήτριος Βικέλας, με την ηθική και πνευματική υποστήριξη πολλών λόγιων της εποχής. Ο ποιητής Γ. Δροσίνης διατέλεσε πρώτος γραμματέας του. Το Βικέλα ώθησε στην ίδρυση του Συλλόγου, ο… …   Dictionary of Greek

  • μορφωτικαῖς — μορφωτικός giving shape fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφωτικαί — μορφωτικός giving shape fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφωτικοί — μορφωτικός giving shape masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”